- ἑρμογλυφικός
- ἑρμογλῠφ-ικός, ή, όν,A of or for a statuary :
ἡ -κὴ τέχνη
the art of a statuary,Luc.
Somn.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡ -κὴ τέχνη
the art of a statuary,Luc.
Somn.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερμογλυφικός — ή, ό (AM ἑρμογλυφικός, ή, όν) [ερμογλυφία] 1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος στη γλυπτική 2. το θηλ. ως ουσ. η ερμογλυφική η γλυπτική, η αγαλματοποιία … Dictionary of Greek
ἑρμογλυφικῇ — ἑρμογλυφικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμογλυφική — ἑρμογλυφικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμογλυφικήν — ἑρμογλυφικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)